Πολιτιστικό ίδρυμα

Περισσότερες από ογδόντα παρακαταθήκες καλλιτεχνικών αρχείων και υλικό για περισσότερα από ογδόντα χιλιάδες ονόματα της ιστορίας του καμπαρέ και των ιστορικών του προδρόμων συνθέτουν το βασικό απόθεμα του Γερμανικού Αρχείου Καμπαρέ. Ξεκίνησε το 1961 ως ιδιωτική συλλογή με ιδρυτή τον Rein­hard Hippen, η οποία πέρασε το 1989 στην ιδιοκτησία του δήμου Mainz , αρχικά ως εξαρτώμενο ίδρυμα. Από τότε το αρχείο εξελίχθηκε υπό την διεύθυνση του Jürgen Kessler σε πολιτιστικό ίδρυμα με διάφορους οργανισμούς ως φορείς και αφού αναγνωρίστηκε η εθνική του σημασία, επιχορηγείται από το 1999 από τον Εκπρόσωπο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης για τον Πολιτισμό και τα Μέσα Ενημέρωσης Το 2004 ακολούθησε η μετακόμιση στο ιστορικό κτίριο «Provi­ant-Magazin» της πόλης Mainz.

Η συλλογή Bernburg

Στο δεύτερο μέρος της εγκατάστασης στο Bern­burg an der Saale, στο κτίριο Chris­ti­ans­bau δίπλα στον πύργο Eulen­spie­gel, συγκεντρώνεται και αρχειοθετείται με εθνική και δημοτική υποστήριξη από το φθινόπωρο του 2004 η ιστορία του ανατολικογερμανικού καμπαρέ.

Αστέρες της σάτιρας

Και οι δύο εγκαταστάσεις του αρχείου μας θυμίζουν στα πλαίσια της μουσειακής τους διαμόρφωσης τα μεγάλα ονόματα του καμπαρέ του εικοστού αιώνα και παρουσιάζουν σε μόνιμες εκθέσεις τους αστέρες της σάτιρας. Στο μεν Mainz οι «αθάνατοι» της ιστορίας της επιθεώρησης μνημονεύονται σε ένα «Walk of Fame» που βρίσκεται ανάμεσα στο Provi­ant-Magazin και το θέατρο Forum, ενώ στο Bern­burg η παρουσίαση γίνεται στους τοίχους μέσα στο Hall of Fame του μουσείου.

Γερμανικό Αρχείο Καμπαρέ

Κέντρο τεκμηρίωσης και αρχειοθέτησης γερμανόφωνης σάτιρας

Από το 1961

Στόχος | Το καμπαρέ ως θεατρική μορφή σάτιρας, το λογοτεχνικό, πολιτικό και φιλοσοφικό του περιεχόμενο συνιστούν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αυτής της τεκμηρίωσης, η συνεχής συλλογή και επιστημονική αξιοποίηση των ποικίλων μορφών του είναι ο κεντρικός στόχος του Γερμανικού Αρχείου Καμπαρέ.

Κάθε μέρα επεξεργαζόμαστε αιτήσεις, οι δε χρήστες μας προέρχονται από όλα τα μέρη του κόσμου. Το αρχείο λειτουργεί κυρίως ως ερευνητικό κέντρο και πηγή για μελέτες, διδακτορικές διατριβές και διπλωματικές εργασίες στις επιστήμες της λογοτεχνίας, του θεάτρου, των μέσων ενημέρωσης, της μουσικής, της γλωσσολογίας, την κοινωνιολογίας, της επικοινωνίας και της πολιτικής.
Το αρχείο διοργανώνει τακτικά εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Γερμανίας. Μέχρι στιγμής έχει ταξιδέψει στην Ελβετία, το Λουξεμβούργο, το Ισραήλ, την Ιαπωνία, Πολωνία, Ουγγαρία και Αυστραλία. Η αποτελούμενη από έξι μέρη σειρά 100 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΜΠΑΡΕ εγκαινιάστηκε στην Ακαδημία των Τεχνών στο Βερολίνο. Με την ευκαιρία της εθνικής γερμανικής επετείου διοργανώθηκε υπό την αρμοδιότητα του προέδρου του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου μια έκτακτη έκθεση με θέμα την «Ιστορία των δύο Γερμανιών υπό το πρίσμα της πολιτικής επιθεώρησης», χώρια στην ειρωνεία, μαζί στο γέλιο.

To 2018

συμπληρώνονται 80 χρόνια από την «Νύχτα των Κρυστάλλων», όπως ευφημιστικά ονομάστηκε η νύχτα της 10ης Νοεμβρίου του 1938. Την ίδια χρονιά συμπληρώνονται 85 χρόνια από την 10η Μάϊου του 1933, την ημέρα που ρίχτηκαν τα βιβλία στην πυρά, πρώτα στο Βερολίνο και κατόπιν και σε άλλα μέρη, όπως στο Mainz στις 23 Ιουνίου.
Την εικόνα του πολιτικού-λογοτεχνικού καμπαρέ στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής περιγράφει ο Sebas­tian Haffner στα μετά τον θάνατό του δημοσιευμένα απομνημονεύματά του: « Η ιστορία ενός Γερμανού»:

Εύναι βϋβαια

λιγϊκι μειονεκτικό για μασ το γεγονόσ ότι βιώνοντασ τον τρόμο του θανϊτου και παραδομϋνοι ςτο αύςθημα του αναπόφευκτου, δεν ξϋραμε να κϊνουμε κϊτι καλύτερο από το να αδιαφορούμε και να μην επιτρϋπουμε να μασ χαλϊςουν διϊθεςη. Έχω την εντύπωςη πωσ ϋνα νεαρό ζευγϊρι εκατό χρόνια πρωτύτερα θα ϋβριςκε κϊτι καλύτερο να κϊνει – ακόμα κι αν αυτό όταν μόνο μια νύχτα παθιαςμϋνου ϋρωτα με γεύςη κινδύνου και απελπιςύασ. Αφού λοιπόν δεν ςκεφτόκαμε να κϊνουμε τύποτε το ιδιαύτερο ςτη δεδομϋνη ςτιγμό, καταλόξαμε ςτο καμπαρϋ, ποιοσ να μασ εμπόδιζε; Πρώτον, αφού ούτωσ ό ϊλλωσ εκεύ θα πηγαύναμε και δεύτερον, για να μην ςκεφτόμαςτε τα δυςϊρεςτα. Μπορεύ αυτό να προκαλεύ μια εντύπωςη ψυχραιμύασ και παλικαριϊσ, όμωσ εύναι περιςςότερο δεύγμα μιασ ςχετικόσ ςυναιςθηματικόσ αδυναμύασ και δεύχνει ότι παρόλη τη δυςτυχύα μασ δεν βριςκόμαςταν ςτο ύψοσ των περιςτϊςεων. Αυτό εύναι πϊντωσ – επιτρϋψτε μου τη γενύκευςη – ϋνα από τα πιο τρομακτικϊ χαρακτηριςτικϊ των νεότερων γερμανικών ςυμβϊντων, δηλαδό ότι ςτα δρώμενα λεύπουν οι ρϊςτεσ και ςτα πϊθη οι μϊρτυρεσ, ότι όλα ςυμβαύνουν ςε ϋνα εύδοσ μερικόσ νϊρκωςησ, με μια αδύναμη, μύζερη ουςύα αύςθηςησ μπροςτϊ ςε ϋνα αντικειμενικϊ τρομακτικό γεγονόσ: ότι γύνονται φόνοι από μια διϊθεςη νεανικόσ πλϊκασ , ότι η αυτοταπεύνωςη και ο ηθικόσ θϊνατοσ λαμβϊνονται ςαν ϋνα μικρό ενοχλητικό επειςόδιο και ακόμα και ο μαρτυρικόσ φυςικόσ θϊνατοσ ερμηνεύεται ωσ «ατυχύα».

Εν τούτοισ,

για τη νωθρότητϊ μασ εκεύνη την ημϋρα ανταμειφθόκαμε και με το παραπϊνω, επειδό η ςύμπτωςη μασ ϋφερε κατευθεύαν ςτην κατακόμβη, και αυτό όταν το δεύτερο αξιοςημεύωτο γεγονόσ τησ βραδιϊσ. Βρεθόκαμε ςτο μοναδικό δημόςιο μϋροσ ςτη Γερμανύα όπου προβαλλόταν ϋνα εύδοσ αντύςταςησ – με θϊρροσ, χιούμορ και πνεύμα. Σο πρωύ εύχα δει το Ανώτατο Δικαςτόριο τησ Πρωςύασ με παρϊδοςη τεςςϊρων αιώνων να καταρρϋει ϊδοξα μπροςτϊ ςτο ναζιςμό. Σο βρϊδυ ϋβλεπα κϊποιουσ αςόμαντουσ Βερολινϋζουσ ηθοποιούσ επιθεώρηςησ χωρύσ παρϊδοςη να ςώζουν με δόξα και τιμό την υπόληψό μασ. Σο Ανώτατο Δικαςτόριο εύχε πϋςει. Η Κατακόμβη ςτεκόταν.

Ο Werner Finck

όταν ο οδηγόσ εκεύνου του θιϊςου προσ τη νύκη – γιατύ το να ορθώνει κανεύσ το ανϊςτημϊ του ςε μια φονικό υπερδύναμη εύναι ϋνα εύδοσ νύκησ. Αυτόσ ο κονφεραςιϋ κατϋχει χωρύσ αμφιβολύα μια από τισ ελϊχιςτεσ τιμητικϋσ θϋςεισ ςτην ιςτορύα του τρύτου Ρϊιχ. Δεν ϋμοιαζε με όρωα, και αν ϋγινε εντϋλει ςχεδόν όρωασ, αυτό όταν ϊθελϊ του. Δεν όταν ούτε επαναςτϊτησ ηθοποιόσ ούτε καυςτικόσ χλευαςτόσ ούτε ϋνασ Δαβύδ με ςφεντόνα. Κατϊ βϊθοσ όταν ϊκακοσ και καλοςυνϊτοσ. Σο αςτεύο του όταν όπιο, παιχνιδιϊρικο, μετϋωρο. Χρηςιμοποιούςε κυρύωσ το υπονοούμενο και το λογοπαύγνιο, ςτο οπούο αναδεύχθηκε βιρτουόζοσ. Ήταν εμπνευςτόσ αυτού που αποκαλούμε «κρυφό ειρωνεύα», και ϋκανε βϋβαια καλϊ να κρύβει όςο καλύτερα γινόταν το χιούμορ του. Σο φρόνημϊ του, όμωσ, δεν το ϋκρυβε. Παρϋμεινε καταφύγιο αθωότητασ και αβρότητασ ςε μια χώρα όπου αυτϊ τα γνωρύςματα όταν υπό εξολόθρευςη. Και μϋςα ςε αυτό την αθωότητα και αβρότητα κρυβόταν ωσ «κρυφό ειρωνεύα» αληθινό, αλύγιςτη τόλμη. Εύχε το θϊρροσ να μιλϊει για την ναζιςτικό πραγματι ότητα – μϋςα ςτη ναζιςτικό Γερμανύα. ΢τισ παρουςιϊςεισ του ϋκανε λόγο για τα ςτρατόπεδα ςυγκϋντρωςησ, τισ κατ’ ούκον ϋρευνεσ, τον γενικό φόβο, το γενικό ψεύδοσ. Η ειρωνεύα του για αυτϊ τα θϋματα όταν απερύγραπτα ςιγανό, μελαγχολικό και θλιμμϋνη, κι εύχε μια απύθανη δύναμη παρηγοριϊσ.

Εκεύνη η 31η Μαρτύου του 1933

όταν ύςωσ η πιο μεγϊλη βραδιϊ του. Σο θϋατρο κατϊμεςτο, θεατϋσ που από την επόμενη μϋρα κούταζαν μπροςτϊ ςε ανοιχτό ϊβυςςο. Ο Finck τουσ ϋκανε όλουσ να γελούν όπωσ δεν εύχε ποτϋ ακούςει κανεύσ ϋνα κοινό να γελϊει. Ένα γϋλιο με πϊθοσ, το γϋλιο ενόσ νεόφυτου πεύςματοσ, που ϊφηνε πύςω του τον λόθαργο και την απόγνωςη, και ο κύνδυνοσ ϋτρεφε αυτό το γϋλιο – δεν όταν ςχεδόν θαύμα που δεν εύχε φτϊςει ακόμα η SA να ςυλλϊβει ολόκληρο το θϋατρο; Πιθανόν εκεύνη τη βραδιϊ θα ςυνεχύζαμε να γελϊμε και μϋςα ςτο πρϊςινο αυτοκύνητο. Ήμαςταν κατϊ περύεργο τρόπο υπερϊνω φόβου και κινδύνου.

Περάστε μέσα …

Σασ περιμϋνω ςτο ιςτορικϐ Provi­ant-Magazin ςτο Mainz και ςασ υπϐςχομαι μια ευχϊριςτη ϋκπληξη. ΢ε μϋνα δεν θα βρεύτε το κλιςϋ του ςκονιςμϋνου αρχεύου. Παρϊ τη νεαρό μου ηλικύα, θα ϋλεγα ϐτι εύμαι κιϐλασ υπϐδειγμα. Λαμβϊνω το θϊρροσ να παρουςιϊςω τον εαυτϐ μου ςε ϋκταςη χιλύων τετραγωνικών μϋτρων με την καλαιςθηςύα μουςειακοϑ χώρου. Για ςασ φυςικϊ! Εκπληρώνω ϊλλωςτε ϋναν ςκοπϐ για το δημϐςιο πολιτιςτικϐ ςυμφϋρον. Διαφυλϊττω ϋνα ολϐκληρο εύδοσ, μια ιδιαύτερη μορφό τϋχνησ θα λϋγαμε! Ο δημιουργϐσ μου με δόλωςε ςτα βιβλύα με το ϐνομα «Κϋντρο τεκμηρύωςησ και αρχειοθϋτηςησ γερμανϐφωνησ ςϊτιρασ». Αμϋςωσ μετϊ την ϊφιξό του ςτο Mainz το 1961 με βϊφτιςε περόφανα «Γερμανικϐ αρχεύο καμπαρϋ».

Οι ςυνεργϊτριεσ

και οι ςυνεργϊτεσ μου αςχολοϑνται απϐ τϐτε με τισ μορφϋσ εμφϊνιςησ τησ ςϊτιρασ ςε διεθνϋσ επύπεδο. Γι’ αυτϐ κι ϋχουμε πολϑ ςυχνϊ επιςκϋπτεσ απϐ ϐλο τον κϐςμο. Σελευταύα όταν εδώ μια φοιτότρια απϐ την Μϐςχα με ςκοπϐ να ςυγκεντρώςει υλικϐ απϐ τη δεκαετύα του εύκοςι για την διδακτορικό τησ διατριβό. Μια καθηγότρια απϐ την Ιαπωνύα ενδιαφερϐταν για το καμπαρϋ ςτη εξορύα. Μια υποψόφια διδϊκτορασ απϐ το πανεπιςτόμιο του Yale πϋραςε κϊποτε εννιϊ μόνεσ ςτα βϊθη του αρχεύου μασ, ερευνώντασ τον ρϐλο του τροβαδοϑρου το μεςαύωνα ωσ πρϐδρομο του πολιτικοϑ τραγουδοποιοϑ. Σακτικϊ καταφτϊνουν γραπτϋσ αιτόςεισ απϐ ϐλο τον κϐςμο που αποδεικνϑουν το μεγϊλο ενδιαφϋρον του κοινοϑ για τουσ θηςαυροϑσ μου. Γι’ αυτϐ ϊλλωςτε ϋχω όδη εγκαινιϊςει πϊνω απϐ εκατϐ εξόντα εκθϋςεισ απϐ τισ αρχϋσ του εικοςτοϑ πρώτου αιώνα μϋχρι ςόμερα. Μεταξϑ ϊλλων ςτην Γαλλύα, ςτο Maison Hein­rich Heine Cité Univer­si­taire Inter­na­tio­nale de Paris: LE MONDE, UN CABARET! Les débuts du cabaret litté­raire en Alle­ma­gne et en France. Ακολοϑθηςαν εκθϋ εισ ςτισ πϐλεισ Mont­pel­lier, Toulouse, Lyon, Dijon. ΢το γερμανϐφωνο χώρο περιοδεϑςαμε με την ϋκθεςη «100 ΦΡΟΝΙΑ ΚΑΜΠΑΡΕ» απϐ το Alzey μϋχρι τη Ζυρύχη. Η ϋκθεςη δεύχνει ςε μεγϊλο βαθμϐ αυτϊ που κρϑβω μϋςα μου: το καμπαρϋ ωσ εύδοσ θεατρικόσ τϋχνησ! Σισ μορφϋσ εμφϊνιςόσ του. Σην ιςτορύα του. Ειδικϊ δε την πολιτικόλογοτεχνικό επιθεώρηςη ωσ τϋχνη που υπηρετεύ την ελευθερύα και τη δημοκρατύα. Και φυςικϊ τουσ καλλιτϋχνεσ και τουσ ςυγγραφεύσ του εύδουσ, τισ βιογραφύεσ τουσ, ςυχνϊ γεμϊτεσ θλύψη. Επύςησ τη ςημαςύα του καμπαρϋ για το ενδιαφερϐμενο κοινϐ ςε κϊθε εποχό: την Μπελ Επϐκ, τη γερμανικό αυτοκρατορύα, μεταξϑ αλλαγόσ και λογοκριςύασ, την εποχό του μεςοπολϋμου, μεταξϑ δημοκρατύασ και δικτατορύασ, μιλιταριςμοϑ και φαςιςμοϑ. Έχει να κϊνει με τϋχνη επιβύωςησ. ΢ε εξο ύα εςωτερικό και εξορύα ςτα ξϋνα. Ανϊ εςα ςτα ςτιλ και την αμφιβολύα. Έχει να κϊνει με τον πολιτιςμϐ μασ, την αλλαγό του, την εκπαύδευςη. Και φυςικϊ ϋχει να κϊνει με το γϋλιο. Σο γϋλιο τϐτε και ςόμερα. Σο γϋλιο για ον εαυτϐ μασ και για τουσ ϊλλουσ. Έχει να κϊνει με την τοπογραφύα τησ ςϊτιρασ και τησ γλωςςικόσ τησ ϋκφραςησ ςτο πϋραςμα του χρϐνου. Όπωσ και με το χιοϑμορ και την πούηςη του ανθρώπινου, τησ ανθρώπινησ φϑςησ. Με το παρϊλογο και το ςυγκεκριμϋνο. Με την καλλιτεχνικό κριτικό τησ ςϑγχρονησ εποχόσ μασ. Και προπϊντων βϋβαια ϋχει να κϊνει με τη ψυχαγωγύα. Απϐ ανϋκαθεν. Επύςησ και με την αγϊπη! Η ςυλλογό, εξϊλλου, εύναι μια μορφό αγϊπησ, ϐπωσ εύχε πει ο Αμερικανϐσ φιλϐςοφοσ George Steiner.

Σο μεύγμα απϐ διϊφορεσ θεατρικϋσ τϋχνεσ που ςυνιςτϊ το καμπαρϋ,

απϐ τον ϑςτερο δϋκατο ϋνατο αιώνα. Αυτϐ το μεύγμα ςυμβολύζει ο ϐμορφοσ γαλλικϐσ ϐροσ «καμπαρϋ». Τπαινύςςεται αφενϐσ την ταβϋρνα, το μπαρ, χώρουσ που ϋχουν τον χαρακτόρα του οικεύου. Αφετϋρου εννοεύ κϊτι ςαν τον «δύςκο με τα ορεκτικϊ», μια ποικιλύα απϐ διϊφορουσ καλλιτεχνικοϑσ κλϊδουσ: μουςικό, θϋατρο, απαγγελύα, χορϐσ, ςκετσ, μϋχρι και ζωγραφικό. ΢τουσ προδρϐμουσ του καμπαρϋ ςυγκαταλϋγονται τα αποκαλοϑμενα «Cabaret des Assas­sins» (Καμπαρϋ των φονιϊδων), ϐπου τραγουδοϑςαν μπαλϊντεσ για φονιϊδεσ. Σο κριτικϐ λογοτεχνικϐ καμπαρϋ ϐπωσ εύναι ςόμερα γνωςτϐ, γεννόθηκε μια φθινοπωρινό βραδιϊ του 1881 ςτην ταβϋρνα του «Chat Noir» ςτην Μονμϊρτη, ϐταν ο Rodol­phe Salis, αρχικϊ ζωγρϊφοσ ανϋβηκε πϊνω ςε ϋνα βαρϋλι και μπροςτϊ ςτο ευφραινϐμενο ευκατϊςτατο κοινϐ του παρουςύαςε ωσ κονφεραςιϋ εκτελϋςεισ διαφϐρων καλλιτεχνών. Ο Salis, ο επινοητόσ των αποκαλοϑμενων «Caba­rets Artis­ti­ques» (καλλιτεχνικϊ καμπαρϋ) όταν ο πρώτοσ παρουςιαςτόσ του εύδουσ. Έπαιζε τον ρϐλο του ςυνδετικοϑ κρύκου ςτην παρϊςταςη. Η παρουςύαςό του όταν διαβϐητη! Μερικϋσ φορϋσ υβριςτικό, επιθετικό, το ύδιο και τα ςανςϐν του. Όμωσ αυτϐ ακριβώσ προςϋλκυε τουσ παριςινοϑσ διανοοϑμενοσ. Εμφανύςτηκε η λογοτεχνικό ελύτ, ακολοϑθηςαν πολιτικού και αριςτοκρϊτεσ, γνωςτϊ ονϐματα, ϐπωσ ο Victor Hugo και ο Émile Zola. Ήρθαν ο Ιταλϐσ αγωνιςτόσ Giuseppe Gari­baldi και ο Πρύγκιπασ Jérôme Bona­parte, απϐγονοσ του Ναπολϋοντα και ανιψιϐσ του Ναπολϋοντα Γ΄. Παρουςιϊςτηκαν διϊφοροι ταλαντοϑχοι τραγουδιςτϋσ, ςυνθϋτεσ και ομιλητϋσ, που ϋγιναν αργϐτερα πολϑ γνωςτού, π.χ. ο Aris­tide Bruant και η Yvette Guil­bert, η πρώτη μεγϊλη ντιζϋζ του γαλλικοϑ καμπαρϋ. Ο Aris­tide Bruant, το αρςενικϐ τησ ιςοδϑναμο, ςυνϋχιζε την καριϋρα του ςτο «Mirli­ton» με μπαλϊντεσ κριτικοϑ περιεχομϋνου κατϊ τησ διπλόσ ηθικόσ τησ κατεςτημϋνησ αςτικόσ τϊξησ. Ο Σουλοϑζ Λωτρϋκ τον αποθϋωςε ςτη φημιςμϋνη αφύςα του. Δϑο αφύςεσ Chat Noir του 1895 προςτϋθηκαν πριν λύγο καιρϐ ςτα ερμϊρια μου, που απαριθμοϑν περύπου εύκοςι χιλιϊδεσ αφύςεσ απϐ ϐλεσ τισ εποχϋσ του εικοςτοϑ αιώνα. Όλα ξεκύνηςαν με ϋνα μϋροσ του πληθυςμοϑ που εύχε μεγϊλη διϊθεςη για τϋχνη και κουλτοϑρα. Σο καμπαρϋ όταν τουλϊχιςτον για τουσ μποϋμ, το μϋςο επιλογόσ. Ο ςυγγραφϋασ Otto Julius Bier­baum το προπαγϊνδιζε ωσ εξόσ: «Απϐ το καφωδεύο ςτην αναγϋννηςη ϐλων των τεχνών και τησ ζωόσ! Θα χορο-δημιουργόςουμε μια νϋα κουλτοϑρα! Θα γεννόςουμε τον υπερϊνθρωπο πϊνω ςτην μικρό ςκηνό! Θα γκρεμύςουμε αυτϐν τον γελούο κϐςμο!» Σο εννοοϑςε ςοβαρϊ! Όμωσ, τον κϐςμο πρϐλαβαν και τον γκρϋμιςαν ϊλλοι, δυςτυχώσ. Αλλϊ παρ’ ϐλα αυτϊ κϊτι καινοϑργιο ςυνϋβη γϑρω ςτο 1900! Ήταν εποχό ανανϋωςησ, διϊθεςησ για αλλαγό: Ο ϊνθρωποσ ϋρμαιο τησ κϊθε εποχόσ. Ο κϐςμοσ του καμπαρϋ! Όπωσ ςτην περύπτωςη τησ Αρ Νουβϐ, η νϋα μορφό τϋχνησ ϋγινε πραγματικϐ κύνημα, ϋγινε μϐδα, ςυρμϐσ, ϋνα νϋο κϑμα που δεν ϊργηςε να φτϊςει ωσ την γερμανικό πρωτεϑουςα. Ο ςυντηρητικϐσ βαρϐνοσ Ernst von Wolz­o­gen παρουςύαςε εκεύ το πρώτο καμπαρϋ με το «Über-Brettl» («υπερ-θεατρϊκι») ςτισ 18 Ιανουαρύου 1901, την τριακονταετό επϋτειο απϐ την ύδρυςη τησ αυτοκρατορύασ. Σο «πρϐγραμμα» το ϋχουμε ςτο αρχεύο μασ.

Στη ςκηνό

του Μονϊχου ανϋβηκαν οι «Elf Scharf­rich­ter» («Οι ϋντεκα δόμιοι»), η πρώτη πραγματικό πολιτικό επιθεώρηςη ςτη Γερμανύα. Ο Frank Wede­kind ςυνεργϊςτηκε με τουσ ϋντεκα, ϐπωσ και ο Marc Henry, που όρθε απϐ το Παρύςι. Οι κοντινού μου πρϐγονοι κατϊγονται λοιπϐν απϐ μητρικό πλευρϊ απ’ την Γαλλύα, απϐ πατρικό πλευρϊ απϐ τη Γερμανικό Αυτοκρατορύα. Ευρωπαώκϋσ διαςυνδϋςεισ ϐπωσ ςτισ βαςιλικϋσ οικογϋνειεσ παλιϊ … Η ςυνϋχεια όταν ραγδαύα! Σο 1901 εμφανύςτηκαν και μϐνο ςτο Βερολύνο ςαρϊντα θεατρικϋσ ςκηνϋσ με λογοτεχνικϐ καμπαρϋ. ΢τη Βιϋννη ιδρϑθηκαν οι ςκηνϋσ «Zum lieben Augus­tin», «Nacht­licht» και «Fleder­maus». Η Frida Strind­berg, που το πρώτο τησ παιδύ όταν απϐ τον August Strind­berg και το δεϑτερο απϐ τον Frank Wede­kind, ύδρυςε το πρώτο καμπαρϋ ςτο Λονδύνο. Προηγόθηκε η θεατρικό ςκηνό «El quatre Gats» ςτην Βαρκελώνη. ΢την Κρακοβύα, ςτη Βαρςοβύα, ςτη Βουδαπϋςτη, ςτην Αγύα Πετροϑπολη, μϋχρι και τη Μϐςχα δημιουργόθηκαν καμπαρϋ κατϊ το γαλλικϐ και γερμανικϐ πρϐτυπο. Όπου δεν υπόρχε εμπορικϐ πνεϑμα και λύγη καλοτυχύα ςτισ παραςτϊςεισ, το θϋατρο ϋκλεινε γρόγορα. Αλλϊ ο ενθουςιαςμϐσ κρατοϑςε, προσ το παρϐν. Φαρακτηριςτικϐ για την καινοϑργια μορφό τϋχνησ εύναι, ϐπωσ παλιϐτερα ςτο Παρύςι, το αποκαλοϑμενο «Knei­pen­brettl», η ςκηνό των «περιπλανώμενων». Με αυτόν παύρνει ςϊρκα και οςτϊ το ϐνειρο των μποϋμ καλλιτεχνών: Η παρουςύαςη των ϋργων τουσ πϋρα και εκτϐσ του κατεςτημϋνου καλλιτεχνικοϑ χώρου. Τπϊρχει μια μαγεύα για την αμεςϐτητα αυτοϑ του εύδουσ τϋχνησ πϊνω ςτη ςκηνό: Σο θϋατρο παύζεται μπροςτϊ ςτο κοινϐ, το καμπαρϋ παύζεται μϋςα ςτο κοινϐ! Οι αμοιβϋσ των καλλιτεχνών όταν μϊλλον ςπϊνιεσ. Οι περιςςϐτεροι αμεύβονταν ςε εύδοσ. Ή μϊζευαν λεφτϊ μετϊ την παρϊςταςη. Παρενθετικϊ ςχετικϊ με την πούηςη των περιπλανώμενων: Σα πρϐτυπα και οι ρύζεσ τουσ φτϊνουν βαθιϊ ςτο μεςαύωνα, ςτην ηθικο-ςατιρικό πούηςη, τα τραγοϑδια για την αγϊπη και το πιοτϐ των αποκαλοϑμενων «αρχιποιητών». ΢το πρώτο κιϐλασ πρϐγραμμα για το καμπαρϋ «Arche Nova» του Hanns Dieter Hüsch εκτιμϊται ο ρϐλοσ του «Αρχιποιητό» (Archip­oeta) με ϋνα απϐ τα τραγοϑδια του απϐ τον δωδϋκατο αιώνα. Η ςημαντικϐτερη ςυλλογό ανακαλϑφτηκε το 1803 ςτο μοναςτόρι των Βενεδικτύνων ςτο Μπϐιερν τησ Βαυαρύασ και αποτελοϑνταν απϐ τριακϐςια περύπου τραγοϑδια, που ονομϊςτηκαν «τα τραγοϑδια απϐ το Μπϐιερν». Γνωςτϊ ϋγιναν με τη μελοπούηςό τουσ και τη νϋα ονομαςύα τουσ „Carmina Burana», πούηςη τροβαδοϑρων ςε ϋντεχνη μορφό ορατϐριου, που χϊρη ςτην μεγαλειώδη μουςικό του Carl Orff αναδεύχθηκε ςε κλαςικϐ ϋργο.

Αντύθετα, τυπικϐ γϋννημα τησ εποχόσ εκεύνησ όταν οι μποϋμ καλλιτϋχνεσ.

Οι νϋεσ ςκηνϋσ επιθεώρηςησ ζοϑνε απϐ τη ςτιγμό και για τη ςτιγμό. Μακροπρϐθεςμη επιτυχύα ϋχει μϐνο η ςκηνό του Μονϊχου «Simpli­cis­si­mus». Διευθϑνεται απϐ μια καλό κονφεραςιϋ και προπϊντων ϋξυπνη επιχειρηματύα, την Kathi Kobus που καταφϋρνει μια πετυχημϋνη ςυμβύωςη τϋχνησ και επιχεύρηςησ. Η ςκηνό «Simpli­cis­si­mus» επιβιώνει επύ εξόντα πϋντε χρϐνια, απϐ το 1903 ϋωσ το 1968 – χρονικϐ διϊςτημα που μϐνο λύγα γερμανικϊ καμπαρϋ ϋχουν καταφϋρει μϋχρι ςόμερα. Και ποιοσ δεν ϋχει περϊςει απϐ αυτϐ το θϋατρο! Όλοσ ο κϐςμοσ και η κοςμικό κοινωνύα του Μονϊχου! Σουρύςτεσ απϐ υπερπϐντιεσ χώρεσ, ο πρύγκηπασ τησ Ουαλύασ, ο τςϊροσ Υερδινϊνδοσ τησ Βουλγαρύασ, ο βαςιλιϊσ του Βελγύου! Μεγαλοβιομόχανοι, αριςτοκρϊτεσ του χρόματοσ. Ο Wilhelm Voigt, ο υποδηματοποιϐσ, που ϋκανε καριϋρα ωσ «Λοχαγϐσ του Κϋπενικ», δύνει την παρουςύα του αντύ αμοιβόσ και πουλϊει αυτϐγραφα. Και κϊποιοσ ονϐματι Hans Bötti­cher, ςτην αρχό μϐνιμοσ φιλοξενοϑμενοσ και κατϐπιν ςυνεργϊτησ ςυγγραφϋ σ, ϋγινε διϊςημοσ ωσ Joachim Ringel­natz. Στην πεντηκοςτό επϋτειο απϐ την ύδρυςό μου, μια καλό ηλικιωμϋνη κυρύα μου χϊριςε το «Φρυςϐ βιβλύο τησ Κατακϐμβησ».

Ο προ πολλοϑ αποθανών ςϑζυγϐσ τησ Tibor Kasics και ο Werner Finck εύχαν ιδρϑςει το 1929 ςτο Βερολύνο το ομώνυμο καμπαρϋ. ΢ε αυτϐ το εξαιρετικϐ δώρο θα βρει κανεύσ ϋνα κωμικϐ ρητϐ του Joachim Ringel­natz, ϐπωσ και ϋνα αυθεντικϐ ςχϋδιο του Walter Trier, που εικονογρϊφηςε τα βιβλύα του Erich Kästner. Τπογραφϋσ και ρητϊ απϐ τον Hans Alber μϋχρι και τον Carl Zuck­mayer, απϐ τουσ αδελφοϑσ Klaus και Hein­rich Mann, τον Walter Hasen­cle­ver και τον George Grosz, τον Max Rein­hardt, τον Erich Mühsam, τον Gustav Gründ­gens, τον Luigi Piran­dello κι απϐ τον Erwin Picator μϋχρι και τουσ Alfred Döblin και Richard Huelsenbeck.

Ο τελευταύοσ ανακϊλυψε τον ντανταώςτικϐ τϑπο του καμπαρϋ:

«Σο Νταντϊ εύναι το καμπαρϋ του κϐςμου, ακριβώσ ϐπωσ ο κϐςμοσ εύναι το καμπαρϋ Νταντϊ». ΢το «Cabaret Voltaire» ςτη Ζυρύχη ο Hugo Ball ανακϊλυψε αυτό τη λογοτεχνικό μορφό ωσ πρϐκληςη απϋναντι ςτην αδιαφορύα τησ αςτικόσ τϊξησ μπροςτϊ ςτον τρϐμο του μεγϊλου πολϋμου. Ο Kurt Tuchol­sky και ο Walter Mehring όταν οι εξϋχοντεσ ςυγγραφεύσ επιθεώρηςησ μετϊ το 1918: Φρονογρϊφοι μιασ εγκαταλειμμϋνησ δημοκρατύασ, αντιπρϐςωποι μιασ αγωνιςτικόσ ςϊτιρασ, οι οπούοι ϋγραφαν παρϊλληλα πούηςη ό ςυναρπαςτικϊ αςτεύα για τη ψυχαγωγύα του κοινοϑ. Για τον Bertold Brecht το καμπαρϋ πρϐςφερε ερεθύςματα για τη θεωρύα του επικοϑ θεϊτρου. Με τα κουπλϋ ενϐσ Otto Reutter, τα ςανςϐν του Fried­rich Hollaen­der και του Rudolf Nelson, τραγουδημϋνα απϐ ςταρ ϐπωσ η Claire Waldoff και η Marlene Diet­rich, το καμπαρϋ περιφερϐταν προπϊντων ςτο Βερολύνο ςε μεγϊλεσ επιθεωρόςεισ και ςκηνϋσ βαριετϋ. ΢το Μϐναχο ο Karl Valen­tin ερμηνεϑει με λαώκϐ παραλογικϐ χιοϑμορ τον ξεριζωμϋνο κωμικϐ με το θλιμμϋνο παρουςιαςτικϐ. Σο 1932, ϋνα χρϐνο πριν απϐ την ανϊληψη τησ εξουςύασ απϐ τον Φύτλερ, ο Werner Finck ςτϋκεται αμόχανοσ πϊνω ςτη ςκηνό με το βλϋμμα ςτραμμϋνο μπροςτϊ. Υαντϊζεται τι θα ςυνϋβαινε αν ϋπαιρναν οι Ναζιςτϋσ ςτην εξουςύα, με τα παρακϊτω προφητικϊ λϐγια: «Σι πρώτεσ εβδομϊδεσ το τρύτο Ρϊιχ θα διοργανώςει παρελϊςεισ. Αν ϐμωσ πϋςει βροχό, χαλϊζι ό χιϐνι και οι παρελϊςεισ δεν μπορϋςουν να γύνουν, ϐλοι οι Εβραύοι τησ περιοχόσ θα οδηγηθοϑν για εκτϋλεςη. Ο αςτεώςμϐσ γρόγορα αποδεύχτηκε ϐτι όταν ςτυγνό πραγματικϐτητα. Σην εποχό τησ ναζιςτικόσ εξουςύασ, ο Finck προςπαθεύ να βιώςει το αςτεύο ωσ αντύςταςη. Εκατοντϊδεσ ηθοποιού του καμπαρϋ και ςατιρικού ςυγγραφεύσ πϋραςαν ό ϋδωςαν τη ζωό τουσ ςε ςτρατϐπεδα ςυγκϋντρωςησ. Αντιπροςωπευτικϊ μνημονεϑω τα ονϐματα τριών καλλιτεχνών που βραβεϑθηκαν με το αςτϋρι τησ ςϊτιρασ, μπροςτϊ ςτην πϐρτα μου, ςτην πλατεύα Romano-Guar­dini-Platz: Erich Mühsam, Fritz Grün­baum και Kurt Gerron. Δολοφονόθηκαν ςτο Orani­en­burg, ςτο Dachau και ςτο Ausch­witz. Μετϊ την 8η ΜαϏου του 1945 αρχύζει μια αληθινό αναγϋννηςη του καμπαρϋ. ΢τη Δυτικό Γερμανύα με τισ τρεύσ ζώνεσ κατοχό, ηχεύ μελαγχολικϊ και πειςματικϊ το τραγοϑδι: Ζότω που ζοϑμε. ΢τη ςκηνό του Ντύςελντορφ «Kom(m)ödchen» το καμπαρϋ θϋτει νϋα πρϐτυπα πολικών-λογοτεχνικών αξιώςεων, ο Erich Kästner αρχύζει πϊλι να γρϊφει ςτο Μϐναχο και με τουσ «Insu­la­ner» του Günter Neumann το καμπαρϋ μϋςα απϐ το ραδιϐφωνο γύνεται βύωμα τησ εποχόσ του ψυχροϑ πολϋμου. Με τη φωνό του Wolf­gang Neuss διατυμπανύζει ςτη ςυνεύδηςη των δυτικογερμανών τισ ςυνϋπειεσ τησ απώθηςησ του παρελθϐντοσ και τησ εποχόσ του οικονομικοϑ θαϑματοσ. Με την επιθεώρηςη του Μονϊχου «Münch­ner Lach- und Schieß­ge­sell­schaft» και τη βερολινϋζικη «Stachel­schweine», το καμπαρϋ καθύςται θϋαμα ςτο πρωτοχρονιϊτικο ρεβεγιϐν τησ τηλεϐραςησ. Έτςι διαδύδεται ςε ϋνα ευρϑτερο αςτικϐ κοινϐ. Η τηλεϐραςη ϋκανε την πολιτικό επιθεώρηςη μεγϊλη. ΢την Ανατολικό Γερμανύα για τϋςςερισ δεκαετύεσ το καμπαρϋ βολεϑτηκε λύγο πολϑ εντϐσ των ορύων τησ υπαρκτόσ λογοκριςύασ και ςε περύπτωςη αμφιβολύασ ταςςϐταν υπϋρ του ςοςιαλιςμοϑ. Ένα ξεχωριςτϐ κεφϊλαιο, το οπούο τώρα με ςτϐχο τη ςυλλογό και τεκμηρύωςη τησ ιςτορύασ του καμπαρϋ ςτην Ανατολικό Γερμανύα απϋκτηςε νϋα ςτϋγη ςτον πϑργο του Bern­burg an der Saale. Με τη φωνό του Franz-Josef Degen­hardt το καμπαρϋ τραγουδϊ τη δεκαετύα του εξόντα ενϊντια ςτην εξϊπλωςη των Νεοναζιςτών και προπαγανδύζει την «APO» (την εξωκοινοβουλευτικό αντιπολύτευςη) κατϊ τη θυελλώδη εποχό τησ δεκαετύασ του εβδομόντα. ΢το τϋλοσ ο Hanns Dieter Hüsch με το θύαςο «Hagen­buch» καταλόγει ςτο πϐριςμα πωσ ϐλοι ό εύναι τρελού ό ϊρρωςτοι.

Ση δεκαετύα του ογδϐντα

το καμπαρϋ με το θύαςο «Drei Torna­dos» εκδηλώνεται μϋςα απϐ το νϋο χώρο των εναλλακτικών. Ο Thomas Freitag παρωδεύ μϐνιμα τον καγκελϊριο Kohl (ο τελευταύοσ θεωρεύται εμπνευςτόσ τησ ρεαλιςτικόσ ςϊτιρασ), ο Gerhard Polt διενεργεύ ανατομύα ςτισ ρύζεσ τησ διανϐηςησ και ο Richard Rogler με τον κυνιςμϐ του κϊνει υποφερτό την αντιςτροφό τησ πνευματικόσ και ηθικόσ ελευθερύασ. ΢ταδιακϊ, με την επϋλαςη τησ ιδιωτικόσ τηλεϐραςησ, το καμπαρϋ ανακαλϑπτει την εμπορικό του αξύα. Απϐ εδώ και ςτο εξόσ ταλαντεϑεται ανϊμεςα ςτην επιθεώρηςη και την κωμωδύα (Comedy), ανϊμεςα ςτην πολιτικό ςτρϊτευςη και το υψηλϐ επιχειρηματικϐ πνεϑμα, ανϊμεςα ςτισ μικρϋσ ντϐπιεσ ςκηνϋσ και τισ μεγϊλεσ αρϋνεσ. «Σο αςτεύο, η ςϊτιρα, η ειρωνεύα και το υπονοοϑμενο» όταν τα ϐπλα με τα οπούα το καμπαρϋ όθελε να αναςτρϋψει τισ ςυνθόκεσ. ΢όμερα, εκατϐ χρϐνια αργϐτερα, «το αςτεύο, η ςϊτιρα, η ειρωνεύα και το υπονοοϑμενο» υποχωροϑν ϐλο και περιςςϐτερο μπροςτϊ ςτουσ νϐμουσ τησ επιχεύρηςησ τησ ψυχαγωγύασ. Η χώρα ϊλλαξε. Παντοϑ και πϊντα αλλαγϋσ μοντϋλων. Αλλϊ ϋτςι δεν γινϐταν πϊντα με την πϊροδο του χρϐνου; Εδώ ακϐμα και ο θεμελιώδησ νϐμοσ δεν τηρεύ ϐςα υπϐςχεται. Κϊθε πρϊγμα ϋχει αρχό, εξϋλιξη, μετϊβαςη. Και κϊποτε γύνεται πολιτιςτικό ιςτορύα – αυτό την πολιτιςτικό ιςτορύα αρχειοθετώ και τεκμηριώνω για το καμπαρϋ. ΢ασ καλωςορύζω λοιπϐν ςτο αρχεύο μασ! Bien­ve­nue! Welcome! Περϊςτε μϋςα να με γνωρύςετε. Φαρύςτε μου τον χρϐνο ςασ. Κλεύςτε ραντεβοϑ. Επιςκεφτεύτε μασ. Ίςωσ κϊποια μϋρα ιδωθοϑμε! Με εκτύμηςη, το Γερμανικϐ Αρχεύο Καμπαρϋ

Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στο: